Ο Θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει σχήμα πεταλούδας και βρίσκεται χαμηλά στο λαιμό μπροστά από την τραχεία.
Αποτελείται από δύο λοβούς, αριστερό και δεξιό, οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με μια γέφυρα ιστού που ονομάζεται ισθμός, ενώ κάποτε συνυπάρχει και ένας ακόμα λοβός που ξεκινάει από τον ισθμό προς τα άνω και λέγεται πυραμοειδής.
Ο Θυρεοειδής αδένας παράγει τρεις ορμόνες: τη θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4) και την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) που ρυθμίζουν το μεταβολισμό όλων των ιστών, και την καλσιτονίνη που συμβάλει στο μεταβολισμό του ασβεστίου του αίματος. Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση. Απαραίτητο για τη σύνθεση θυρεοειδικών ορμονών είναι το ιώδιο, το οποίο προσλαμβάνεται με τη διατροφη και βρίσκεται συγκεντρωμένο στο θυροειδή.
Οι θυρεοειδικές ορμόνες διαδραματίζουν βασικό ρόλο:
Συχνά οι ασθενείς αναφέρουν γενικά τη φράση “έχω Θυρεοειδή, το παρακολουθώ” χωρίς να ξέρουν ακριβώς σε ποιά πάθηση του Θυρεοειδή αναφέρονται. Έτσι συχνά παραλείπουν τον πλήρη έλεγχο του Θυρεοειδή.
Η διαταραχή στη λειτουργία του θυρεοειδή σχετίζεται με την ποσότητα των ορμονών που εκκρίνονται (υπό- ή υπερθυρεοειδισμό).
Η διαταραχή στη μορφή του Θυρεοειδή έχει να κάνει με την παρουσία όζων, δηλαδή μικρών διογκώσεων στον αδένα.
Επομένως για το διαγνωστικό έλεγχο του Θυρεοειδούς απαιτείται τόσο έλεγχος της λειτουργίας (κυρίως με εξετάσεις αίματος), όσο και της μορφολογίας του (κυρίως με υπερηχογράφημα).